λιόκριση

λιόκριση
η
βλ. λιόκρουση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιόκρουση — και λιόκριση, η 1. η χρονική περίοδος κατά την οποία μόλις δύει η σελήνη ανατέλλει ο ήλιος 2. δημώδης ονομασία τής νόσου ίκτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λιόκρουση < λιοκρούζομαι ο τ. λιόκριση < λιο (I)* + κρίση] …   Dictionary of Greek

  • ηλιόκριση — και λιόκριση, η η στιγμή κατά την οποία ο ήλιος φαίνεται να ανατέλλει στον ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κρίση (< κρίνω)] …   Dictionary of Greek

  • λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”